Η διάγνωση της επιληψίας τίθεται όταν ένα παιδί έχει εμφανίσει δύο ή περισσότερες επιληπτικές κρίσεις ή όταν έχει εμφανίσει μία κρίση και έχει σημαντική πιθανότητα να εμφανίσει και δεύτερη. Επιληψία εμφανίζουν περίπου 1 στα 200 παιδιά και η έναρξή της μπορεί να γίνει οποτεδήποτε από τη γέννηση έως την ηλικία των 18 χρόνων. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών, η επιληψία είναι ιδιοπαθής, δεν οφείλεται δηλαδή σε κάποιο νευρολογικό νόσημα ή σε κάποια ανωμαλία στη δομή του εγκεφάλου. Οι ιδιοπαθείς αυτές μορφές επιληψίας, θεωρούμε σήμερα ότι σε σημαντικό ποσοστό έχουν γενετικό υπόβαθρο, ότι δηλαδή η προδιάθεση για εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων είναι «γραμμένη» στο γενετικό υλικό και σε κάποιες περιπτώσεις μπορούμε το γενετικό αυτό υπόβαθρο να το συγκεκριμενοποιήσουμε με εξειδικευμένες γενετικές εξετάσεις. Η διάγνωση της επιληψίας είναι κλινική, βασίζεται δηλαδή στην αναγνώριση της επιληπτικής φύσης ενός επεισοδίου από τον γιατρό. Για το λόγο αυτό, η λεπτομερής, σχολαστική περιγραφή του επεισοδίου έχει τεράστια σημασία. Ο γιατρός, παιδίατρος ή παιδονευρολόγος, θα αναζητήσει αναλυτικές πληροφορίες για τις συνθήκες στις οποίες συνέβη το επεισόδιο, για το τι προηγήθηκε, για το τι έκανε το παιδί την ώρα του επεισοδίου, για τη διάρκεια του επεισοδίου, για το τι έκανε μετά το επεισόδιο και πολλά άλλα. Οι λεπτομέρειες αυτές δίνονται συνήθως από τους γονείς ή από όποιον ήταν μαζί με το παιδί την ώρα του επεισοδίου (παππούδες, δασκάλους, φίλους κλπ.). Η ευρεία χρήση των smartphones έχει βοηθήσει πολύ στον τομέα αυτόν καθώς επιτρέπει τη βιντεοσκόπηση του επεισοδίου από τους γονείς και δίνει στο γιατρό πολύτιμες πληροφορίες.
ΠΗΓΗ: mitera.gr